Μάρκος Βαμβακάρης

Έμαθε μπουζούκι στους τεκέδες του Πειραιά , και άρχισε να γράφει τραγούδια

Έμαθε μπουζούκι στους τεκέδες του Πειραιά , και άρχισε να γράφει τραγούδια

Ο Μάρκος Βαμβακάρη είναι ο Πατριάρχης του Ρεμπέτικου τραγουδιού, από τους ακρογωνιαίους λίθους της λαϊκής μουσικής.

Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια Καθολικών. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε πίπιζα που πολλές φορές από μικρή ηλικία τον συνόδευε ο μικρός Μάρκος παίζοντας νταούλι σε διάφορα πανηγύρια. Για το θρήσκευμά του απέκτησε αργότερα και το παρατσούκλι «Φράγκος».

Το 1917 σε ηλικία 12 ετών ο Βαμβακάρης έφυγε από τη Σύρο, μετά από μια ζημιά που προξένησε άθελά του και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένεια του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων, στα λεγόμενα καρβουνιάρικα), λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, και περίπου το 1925 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία. Εκείνη την εποχή ο Μάρκος Βαμβακάρης ερωτεύτηκε τρελά και παντρεύτηκε μια κοπέλα αμφιβόλου ηθικής που την έλεγαν Ζιγκοάλα .

Έμαθε μπουζούκι στους τεκέδες του Πειραιά , και άρχισε να γράφει τραγούδια, εντυπωσιάζοντας με την ταχύτητα που έμαθε το όργανο αυτό και με την ικανότητά του, την ευρηματική πενιά του, τη δεξιοτεχνία του και την καταπληκτική στιχογραφία του.

Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να ‘ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).

To 1934 δημιουργεί μαζί με τους φίλους του, Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστη Δελιά και το Στράτο τον Παγιουμτζή το πρώτο συγκρότημα με μπουζούκια και παίζουν στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση του Πειραιά και αμέσως μετά σε δικό του μαγαζί στα Άσπρα χώματα. ” Η ξακουστή τετράς του Πειραιά”.

Ο κόσμος συρρέει από παντού για να τους ακούσει. Ο μύθος του ρεμπέτικου τραγουδιού και του Μάρκου Βαμβακάρη έχει γεννηθεί. Οι εποχές είναι δύσκολες όμως, παρόλη τη επιτυχία. Ο Μάρκος Βαμβακάρης πνεύμα ελεύθερο και φύση ανυπότακτη δεν γίνεται χαφιές της αστυνομίας και έτσι δεν του δίνουν άδεια για το μαγαζί του. Τότε είναι που πηγαίνει μετά από 20 χρόνια στη Σύρο και παίζει εκεί για λίγο. Όταν επιστρέφει στον Πειραιά γράφει τη Φραγκοσυριανή.Η μεταξική λογοκρισία και η κατοχή που ακολουθούν κάνουν τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για το Μάρκο που με το μπουζούκι του γυρνάει όλη την Ελλάδα για να βγάλει το μεροκάματο. Τον βασανίζουν διάφορα προβλήματα υγείας και μια αρθρίτιδα που τον εμποδίζει να παίζει όπως παλιά. Οι φίλοι και όσους έχει βοηθήσει στο παρελθόν του γυρνάνε τη πλάτη. Παίζει μπουζούκι γυρνώντας σε διάφορα μαγαζιά βγάζοντας πιατάκι για να επιζήσει.

Με την έναρξη του πολέμου  ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Το 1941 πέθανε ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του Ελπίδα. Την εποχή εκείνη, έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών. Τα δύο πρώτα παιδιά τους χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε τον Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949.

Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.

Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα», του όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.

Αναγνωρίζεται σαν η μεγαλύτερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου τραγουδιού με μπουζούκι

Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που δημιούργησε σακχαρώδης διαβήτης. Όπως δήλωσε ο ίδιος ο γιός του Μάρκου Βαμβακάρη, ο Δομένικος, σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάσθηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδα της κηδείας.

Posted in Μουσική, Ο Διαβάτης του Ερέβους and tagged , , , , , , , , , , .

5 Comments

  1. Μεγάλος ο Μάρκος. Τέτοιοι δεν βγαίνουν πια. Μας έχουν φορτώσει με τις αηδίες στην tv. Βάλτε λίγο Μάρκο ρε!

  2. Τι να πω ρε Διαβάτη. Σ’αυτή τη χώρα όλοι θέλουν να γίνουν τραγουδιστές.

  3. Pingback: Ο Μάρκος Βαμβακάρης στους δρόμους του Πάνα! | ΛΥΚΑΙΟ το χωριό μου

  4. Pingback: Ο Μάρκος Βαμβακάρης στους δρόμους του Πάνα! « ΛΥΚΑΙΟ το χωριό μου

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *