Καινούργιες ταινίες (27/9/12)

Καινούργιες ταινίες (27/9/12)

Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει
Ο «Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» («Cesare deve morire», Ιταλία, 2012) είναι ένα από τα πιο όμορφα μιξάζ κινηματογράφου μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ και θεάτρου που έχουν καταγραφεί ποτέ στο σελιλόιντ. Με φόντο τους διαδρόμους, τα κελιά και άλλους χώρους της φυλακής υψίστης ασφαλείας Ρεμπίμπια στα προάστια της Ρώμης, η καθημερινότητα του σωφρονιστικού ιδρύματος εναρμονίζεται (ή και ταυτίζεται ακόμη) με τον κόσμο του «Ιουλίου Καίσαρα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Αφορμή, το ανέβασμα μιας θεατρικής παράστασης του έργου από τους βαρυποινίτες της Ρεμπίμπια, καθόλου καλά παιδιά, όπως εύκολα μπορεί κανείς να διανοηθεί.

Με την απλόχερη βοήθεια του θεατρικού σκηνοθέτη Φάμπιο Καβάλι, καλλιτεχνικού διευθυντή του Ινστιτούτου Σπουδών «Ενρίκο Μαρία Σαλέρνο», ο οποίος ανέλαβε την εκπαίδευση των ηθοποιών (που ας σημειωθεί είχαν ήδη θεατρική εμπειρία με δικές τους παραστάσεις στη φυλακή), οι Ταβιάνι χτίζουν μεθοδικά τον «Καίσαρά» τους.

Χωρίς ίχνος επιτήδευσης ή εντυπωσιασμού, βλέπουμε πώς γεννήθηκε η ιδέα, πώς έγινε το κάστινγκ, πώς ο κάθε κατάδικος βρήκε τον ήρωα που του ταιριάζει στο έργο. Τους βλέπουμε στις πρόβες τους, συλλογικές ή προσωπικές, με τον κάθε κατάδικο να «προπονείται» μόνος στο κελί του. Ο καθένας μιλά με την ντοπιολαλιά του, χρησιμοποιεί την προφορά της ιδιαίτερης πατρίδας του – κάτι που προσθέτει ενδιαφέρον.

Κάποιος από τους κατάδικους μάλιστα λέει ότι νιώθει ότι ο Σαίξπηρ έχει ζήσει στους δρόμους της Νάπολι. Σιγά-σιγά οι χαρακτήρες του σαιξπηρικού έργου (που ως γνωστόν είναι βουτηγμένο μέσα στην προδοσία και το έγκλημα) βγάζουν στην επιφάνεια πραγματικά πάθη ανάμεσα στους κρατουμένους. Ακόμα και οι φύλακες παρασύρονται.

Κάπως έτσι το έργο εκτυλίσσεται με τους φυλακισμένους/ηθοποιούς να συμπεριφέρονται σαν να πρόκειται για μια πραγματική ιστορία που τους αφορά! Εγχρωμο και ασπρόμαυρο συνταιριάζουν υπέροχα αλλά τίποτε στην ταινία δεν ωραιοποιείται. Ωμά και πρωτόγονα, χωρίς καλλωπισμό.

Η σύλληψη και μόνο αυτής της ταινίας σε σκλαβώνει. Πού να δείτε το αποτέλεσμα. Θα τρίβετε τα μάτια σας!

Οδύσσεια στο Μανχάταν
Τίτλοι σε φόντο που θυμίζει ζωγραφιά του Τζάκσον Πόλοκ. Μανχάταν. Λευκές λιμουζίνες στη σειρά. Τις φρουρούν άνδρες που θυμίζουν κουστουμαρισμένα ρομπότ με σκούρα γυαλιά. Μια νέα ημέρα αρχίζει. Αλλά η συγκεκριμένη θα είναι μια πάρα πολύ παράξενη μέρα για τον Ερικ Πάκερ (Ρόμπερτ Πάτινσον), τον κεντρικό ήρωα της τελευταίας ταινίας του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ «Cosmopolis» (ΗΠΑ/Καναδάς, 2012). Κι όσο πιο παράξενη για τον Ερικ, τόσο πιο παράξενη και για τον θεατή που παρακολουθεί την ταινία.

Το μόνο που ο Ερικ θέλει (ή λέει ότι θέλει) είναι να κουρευτεί στο παλιό μπαρμπέρικο της πρώην γειτονιάς του στην άλλη άκρη της Νέας Υόρκης. Το μπαρμπέρικο θα γίνει η Ιθάκη του σε αυτή την Οδύσσεια στο Μανχάταν και κατά τη διάρκειά της, αυτό που εν τέλει ο Ερικ, ένας μεγιστάνας του χρηματιστηριακού πλούτου, θα ανακαλύψει θα είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Και δεν θα του αρέσει καθόλου.

Μέσα στο αυτοκίνητο – τον σιωπηλό σταρ της ταινίας που με τον neon φωτισμό, τις οθόνες και τα παράξενα μέταλλα θυμίζει εσωτερικό διαστημοπλοίου – ο Ερικ θα έρθει σε επαφή με μια σειρά από όχι και τόσο αξιοσημείωτους, σίγουρα όμως ιδιαίτερους ανθρώπους. Ενα τζίνι των κομπιούτερ (Τζέι Μπουρασέλ). Η σύζυγος του Ερικ (Σάρα Γκαντόν) με την οποία θα πάει για φαγητό και θα επισκεφθεί ένα βιβλιοπωλείο. Μια σέξι security (Πατρίσια Μακένζι), δυο συνεργάτιδές του (Ζιλιέτ Μπινός, Σαμάνθα Μόρτον), ένας γιατρός (Μπομπ Μπρέινμπορο) που του ανακοινώνει ότι ο προστάτης του δεν έχει συμμετρία.

Ακούμε παράξενα λόγια («το ταλέντο είναι πιο ερωτικό όταν σπαταλιέται», «το μέλλον είναι ανυπόμονο») και ακαταλαβίστικους οικονομικούς όρους. Εξίσου παράξενα πράγματα συμβαίνουν έξω από το αυτοκίνητο. Χάος εξαιτίας της κηδείας ενός ράπερ. Χάος που ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών έχει ανατρέψει τα σχέδιά του και βρίσκεται επίσης στη Νέα Υόρκη. Οι δρόμοι σφαδάζουν από τις ταραχές. Ανθρωποι μεταμφιεσμένοι σε τέρατα. Συγκρούσεις. Ξύλο. Ενας άνδρας στο παράθυρο της λιμουζίνας κρατά έναν αρουραίο από την ουρά.

Οσο η ώρα περνά, τόσο το κούρεμα γίνεται άπιαστο όνειρο, τόσο το άγχος μας διογκώνεται. Εχεις διαρκώς την αίσθηση ότι κάτι θα γίνει. Κάτι πολύ άσχημο. «Είναι πιο εύκολο να κάνεις μια συναλλαγή εκατομμυρίων δολαρίων από το να κουρευτείς» ακούμε. Οντως.

Τι να είναι, αλήθεια, η «Cosmopolis», αυτή η σελίδα προς σελίδα κινηματογραφική μεταφορά του cult μυθιστορήματος του Ντον ΝτεΛίλο; Μήπως ένα σχόλιο για την ταφόπλακα του γιάπη; Ισως. Με το εντελώς ανέκφραστο πρόσωπό του, καθρέφτης της άδειας ψυχής του, ο Ερικ Πάκερ που υποδύεται εξαιρετικά ο Ρόμπερτ Πάτινσον, μου θύμισε γιάπη που έχει μετατραπεί σε ζόμπι. Οποτε βγαίνει από το αυτοκίνητο έχει κάτι λιγότερο πάνω του. Πρώτα η γραβάτα, μετά τα γυαλιά, μετά το σακάκι. Θέλει να ζήσει κάθε υπερβολή. Και το απόγειο της υπερβολής είναι η αυτοκαταστροφή στην πιο απαισιόδοξη ίσως ταινία της καριέρας του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και συνάμα μια από τις πιο γοητευτικές στην παρακολούθηση.

Στα σπλάχνα της Κωνσταντινούπολης
Στην εισαγωγή της «Αξέχαστης πόλης», όπως αποδόθηκε στα ελληνικά το «Do not forget me Istanbul» (2012), ακούμε τον Πέτρο Μάρκαρη να λέει ότι «κάθε στενό της Κωνσταντινούπολης κρύβει κάτι» και αυτός ενδεχομένως να είναι ο λόγος που άργησε να γράψει για την Πόλη. Στην πιο συγκινητική ιστορία της ταινίας άλλωστε ο Μάρκαρης (που υπήρξε η ψυχή για τη δημιουργία αυτής της ταινίας σύμφωνα με τον παραγωγό της, Χουσεΐν Καραμπέι σε συνέντευξή του στο «ΒΗΜΑ») επιστρέφει στο σπίτι όπου μεγάλωσε ύστερα από 51 χρόνια απουσίας. Το επεισόδιο σκηνοθέτησε η κόρη του Ζοζεφίνα Μαρκαριάν.

Το πολύπτυχο φιλμ των επτά διαφορετικών ιστοριών στη συσκευασία της μίας ταινίας προσπαθεί να καλύψει αρκετές πλευρές της Πόλης, από την άμεση καθημερινότητα μέχρι την τουριστική ατραξιόν αλλά και τον πολιτικό σχολιασμό. Το ελληνοτουρκικό «μίσος» βγαίνει στο «Ξένοι κάτω από το μισοφέγγαρο» του Στέργιου Νιζύρη, όπου ένας κομπλεξικός Θεσσαλονικιός υφασματέμπορος (Γιώργος Συμεωνίδης) συμβιβάζεται με την τουρκική νοοτροπία ακόμα και ως θύμα απάτης. Ο «Μίρκο» του Σέρβου Στέφαν Αρσένιεβιτς είναι μια μεταφυσική ιστορία πονεμένων αναμνήσεων με την έξοχη Μίρα Φουρλάν στον ρόλο της γιουγκοσλάβας τουρίστριας που νομίζει ότι βλέπει τον νεκρό γιο της στο πρόσωπο ενός νεαρού Τούρκου. Το πιο διασκεδαστικό επεισόδιο όλων είναι το «Κοντεύουμε» του διόλου τυχαία καλύτερου σκηνοθέτη όλων, Χάνι Αμπου Ασαντ («Παράδεισος τώρα»). Εδώ, μια παλαιστίνια γιαγιά που εκδιώχθηκε το 1948 στη Συρία, επιστρέφει στην Πόλη για να συναντήσει ξανά την αδελφή της την οποία δεν είχε δει επί 62 ολόκληρα χρόνια. Ομως θα χαθεί στους δρόμους της Πόλης, οπότε το επεισόδιο θα αποκτήσει μια γλυκιά αύρα πικρής κωμωδίας.

Πιο αδύναμα αλλά εξίσου ενδιαφέροντα τα επεισόδια «Οtel(o)» της Αΐντα Μπέγκιτς (μια βόσνια ηθοποιός στην Κωνσταντινούπολη για κάστινγκ), «Η εβραιοπούλα» του Ομάρ Σαργκάουι (η σχέση ενός άραβα συγγραφέα με μια Ισραηλινή) και «Η Πόλη» του Ερίκ Ναζαριάν όπου το ζήτημα της σφαγής των Αρμενίων αντικατοπτρίζεται στο θλιμμένο πρόσωπο ενός μουσικού του ούτι (Τζάκι Νεκεσιάν).

Επτά μικρές ιστορίες, επτά διαφορετικοί σκηνοθέτες και η αύρα μιας πόλης λοιπόν, της Κωνσταντινούπολης, με την παραμυθένια μαγεία αλλά και την επιθετικότητα αγριμιού που ως γνωστόν εκπέμπει. Λίγο της μόδας τα τελευταία χρόνια αυτές οι συλλογικές ταινίες πόλεων από το «Παρίσι σ’ αγαπώ» μέχρι τις «Επτά μέρες στην Αβάνα». Αλλά και η Ρώμη του Γούντι Αλεν στο «Από τη Ρώμη με αγάπη», αν και εκεί ο σκηνοθέτης ήταν ένας. Δεν πειράζει όμως, αν το αποτέλεσμα μετρά. Και εδώ μετρά.

Ολιβερ Τουίστ σε χιονοδρομικό κέντρο της Ελβετίας
Εξαιρετικά χαρμόσυνο που «Η αδελφή μου» («L’enfant d’en haut», 2012) της Ούρσουλα Μέιερ υποβλήθηκε ως επίσημη πρόταση της Ελβετίας στα Οσκαρ γιατί όταν την πρωτοείδα εφέτος στο φεστιβάλ Βερολίνου θεώρησα ότι θα ήταν πολύ κρίμα αυτή η ταινία να περάσει απαρατήρητη.

Η αεικίνητη κάμερα της Μέιερ (που είχε σκηνοθετήσει το εξίσου όμορφο φιλμ «Home») καταγράφει τη λεπτό προς λεπτό καθημερινότητα ενός μοναχικού αγοριού (Κάσεϊ Μποτέ Κλάιν) που όταν δεν βρίσκεται με την αδελφή του (Λέα Σεϊντούξ) αλωνίζει ένα χιονοδρομικό κέντρο της Ελβετίας κλέβοντας ό,τι βρίσκει εύκαιρο.

Η δράση του παιδιού, συνδυασμένη με το σασπένς, είναι μια μικρή απόλαυση γιατί ο μικρός είναι πανέξυπνος. Ως σωστός κλέφτης δεν λέει πολλά, είναι ευρηματικός και άμα χρειαστεί θρασύς – πραγματικά μια ερμηνεία που χαίρει βραβεύσεων.

Ομως ο μικρός δεν είναι κλέφτης χωρίς λόγο. Τουναντίον. Οι πράξεις του δικαιολογούνται πλήρως γιατί με την παράνομη δράση του προσπαθεί να διατηρήσει αλώβητα τα δεσμά με την ανεγκέφαλη, τσαπατσούλα και εντελώς ανώριμη αδελφή του. Οταν κάποια στιγμή τον ρωτούν αν κλέβει για DVDs και video games εκείνος απαντά «όχι, για χαρτί τουαλέτας, φαγητό και μακαρόνια».

Ο μικρός προσπαθεί με νύχια και με δόντια να προφυλάξει την ιδέα της οικογένειας, σε μια εποχή που αυτός ο θεσμός διανύει βαθύτατη κρίση. Ισως γι’ αυτό η «Αδελφή μου», μια ταινία με «μυρωδιές» από τα «400 χτυπήματα» του Φρανσουά Τρυφό, τον «Κλέφτη των ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα, τη «Μικρή κλέφτρα» του Κλοντ Μιλέρ αλλά και το «Παιδί με το ποδήλατο» των βέλγων αδελφών Νταρντέν, κέρδισε δικαιότατα μια θέση στην καρδιά μου. Αποφεύγοντας τους εύκολους μελοδραματισμούς και την ψεύτικη συγκίνηση, κοιτάζει το πρόβλημα κατάματα και μιλά επί τοις ουσίας.

Η αποθέωση της ασυναρτησίας
Με τη λαμπρή εξαίρεση ταινιών όπως η «Ολική επαναφορά» (η πρώτη), το «Μatrix» (το πρώτο) και οι «12 πίθηκοι», οι περισσότερες ταινίες που πραγματεύονται εναλλαγές στον χρόνο, εγκλήματα που θα γίνουν αλλά πρέπει να προλάβουμε ώστε να μη γίνουν, παράλληλες πραγματικότητες και λοιπές τρικλοποδιές στον συμπαντικό χωροχρόνο είναι α) αφόρητα ίδιες μεταξύ τους και β) επιθετικά ακατανόητες.

Σε τέτοιο σημείο δε που από κάποια στιγμή και μετά σηκώνεις τα χέρια ψηλά και περιμένεις να περάσει η ώρα αδιαφορώντας πλήρως για το τι βλέπεις. Σε αυτές τις ταινίες μπορείς να δεις ό,τι θες. Τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη να πίνει ουζάκι με τον Τσε Γκεβάρα, τον Γιώργο Παπαδόπουλο να κάνει σεξ με τη βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας και τον Τζορτζ Γουάσινγκτον να παίζει πρέφα με τον Νέλσον Μαντέλα. Γιατί; Πώς; Πού; Πότε; Ελάτε τώρα. Λεπτομέρειες…

Βυθισμένο λοιπόν μέσα στο απόλυτο σεναριακό χάος όπου τα πάντα επιτρέπονται και ΟΛΑ μπορούν να συμβούν, το «Looper – Αντιμέτωποι με τον χρόνο» (ΗΠΑ, 2012) του Ριάν Τζόνσον, ανήκει σε αυτή την κατηγορία ακαταλαβίστικων και ασυνάρτητων ταινιών μαζί με το «Deja vu» του Τόνι Σκοτ, όλες τις ταινίες «Resident evil» (ο Θεός βοηθός), το «Jumper» με τον Χέιντεν Κρίστενσεν, το «Timeline» του Ρίτσαρντ Ντόνερ, το «Φαινόμενο της πεταλούδας» με τον Αστον Κούτσερ και την «Εντολή εξόντωσης» με τους Ντενζέλ Γουόσινγκτον και Ράσελ Κρόου.

Η μόνη ιδέα που δίνει τη στοιχειώδη αφορμή για το ξεδίπλωμα της ιστορίας (χρειάζεται όπως και να το κάνουμε) είναι η σύγκρουση ενός πληρωμένου φονιά (Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ) με τον εαυτό του σε μεγαλύτερη ηλικία (Μπρους Γουίλις). Τώρα το πού, το πώς, το πότε και το γιατί, αφήνω τους πιο έξυπνους από μένα να το ανακαλύψουν. Και μετά να μου το πουν.

 

Posted in Σινεμά and tagged , , , , , , , , , , , , , .

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *